οδακτίζω

οδακτίζω
ὀδακτίζω (Α)
βλ. οδακτάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀδακτίζει — ὀδακτίζω bite pres ind mp 2nd sg ὀδακτίζω bite pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδακτίζοντας — ὀδακτίζω bite pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδακτάζω — ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε τίζω (πρβλ. λακ τίζω) βλ. και λ. οδάξ] …   Dictionary of Greek

  • οδάξ — ὀδάξ (Α) επίρρ. (κυρίως ως έκφραση πόνου ή έμμονης και μεγάλης οργής) με τα δόντια, δαγκωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀδάξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, προέρχεται από συμφυρμό τού ὀδών* και τού ρ. δάκνω «δαγκώνω», με επιρρμ. κατάλ. –αξ (πρβλ. λάξ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”